- μαναβέλα
- ηβλ. μανιβέλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαναβέλα — μαναβέλα, η και μανιβέλα, η (λ. ιταλ.) 1. μοχλός που κινεί περιστροφικά μηχανές, στρόφαλος: Γύρισε τη μανιβέλα για να ξεκινήσει το αυτοκίνητο. 2. κοντάρι που χρησιμεύει στο ζύγισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανιβέλα — και μαναβέλα, η 1. μοχλός με τον οποίο περιστρέφεται χειροκίνητο σύσκευο ή μηχάνημα ή με τη βοήθεια τού οποίου τίθεται σε λειτουργία ένας βενζινοκινητήρας ή πετρελαιοκινητήρας 2. ξύλο, κοντάρι πάνω στους ώμους δύο ανθρώπων που στέκονται… … Dictionary of Greek
μανιβέλα — η (λ. ιταλ.), η μαναβέλα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)